Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present κρίνω κρίνουμε, κρίνομε
κρίνεις κρίνετε
κρίνει κρίνουν(ε)
Imperfect έκρινα κρίναμε
έκρινες κρίνατε
έκρινε έκριναν, κρίναν(ε)
Aorist έκρινα κρίναμε
έκρινες κρίνατε
έκρινε έκριναν, κρίναν(ε)
Perfect έχω κρίνει έχουμε κρίνει
έχεις κρίνει έχετε κρίνει
έχει κρίνει έχουν κρίνει
Plusperfect είχα κρίνει είχαμε κρίνει
είχες κρίνει είχατε κρίνει
είχε κρίνει είχαν κρίνει
Future (continuous) θα κρίνω θα κρίνουμε, θα κρίνομε
θα κρίνεις θα κρίνετε
θα κρίνει θα κρίνουν(ε)
Future (simple) θα κρίνω θα κρίνουμε, θα κρίνομε
θα κρίνεις θα κρίνετε
θα κρίνει θα κρίνουν(ε)
θα έχω κρίνει θα έχουμε κρίνει
θα έχεις κρίνει θα έχετε κρίνει
θα έχει κρίνει θα έχουν κρίνει
Subjunctive Mood
Present να κρίνω να κρίνουμε, να κρίνομε
να κρίνεις να κρίνετε
να κρίνει να κρίνουν(ε)
Aorist να κρίνω να κρίνουμε, να κρίνομε
να κρίνεις να κρίνετε
να κρίνει να κρίνουν(ε)
Perfect να έχω κρίνει να έχουμε κρίνει
να έχεις κρίνει να έχετε κρίνει
να έχει κρίνει να έχουν κρίνει
Imperative Mood
Prefect κρίνε κρίνετε
Aorist κρίνε κρίνετε
Participle
Present κρίνοντας
Perfect έχοντας κρίνει, έχοντας κριμένο
Infinitive
Aorist κρίνει
Examples with «κρίνω»
ελληνικά αγγλικά
Σ'αυτή την περίπτωση εσύ δεν μπορείς να κρίνεις. Over dat voorval kun je niet oordelen.
Αυτό θα κρίνει το μέλλον σου. Dat zal beslissend zijn voor je toekomst.
Τον έκριναν ένοχο. Men heeft hem schuldig bevonden (veroordeeld).
Mην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση τους. Veroordeel de mensen niet op hun uiterlijk.
H επιτροπή έκρινε το βιβλίο πολύ αυστηρά. Het bestuur beoordeelde het boek zeer nauwgezet.
Verbs with the same conjugation as «κρίνω»:
- αντιτείνω * to object to, demur
- διακρίνω to descry, differentiate
- εντείνω ** to intensify, strain, stress
- επεκτείνω ** to extend, liberalize
- επικρίνω to carp, crab, criticize, pan
- επιτείνω ** to heighten, aggravate, increase
- κατακρίνω to criticize
- κλίνω to decline, conjugate, bend
- παρατείνω ** to extend, prolong
- προτείνω ** to suggest, propose, recommend
- τείνω * to stretch, hold out
- φθίνω * to decline, be disappearing
- συγκρίνω to compare
- .
 

With * marked verbs don't have passive forms.

** The passive forms of these active verbs aren't conjugated as «κρίνομαι», but such as «παρατείνομαι».

Tenses - Moods Passive voice
Indicative Mood Singular Plural
Present κρίνομαι κρινόμαστε
κρίνεσαι κρίνεστε, κρινόσαστε
κρίνεται κρίνονται
Imperfect κρινόμουν(α) κρινόμαστε, κρινόμασταν
κρινόσουν(α) κρινόσαστε, κρινόσασταν
κρινόταν(ε) κρίνονταν, κρινόντανε, κρινόντουσαν
Aorist κρίθηκα κριθήκαμε
κρίθηκες κριθήκατε
κρίθηκε κρίθηκαν, κριθήκαν(ε)
Perfect έχω κριθεί,
είμαι κριμένος, -η
έχουμε κριθεί,
είμαστε κριμένοι, -ες
έχεις κριθεί,
είσαι κριμένος, -η
έχετε κριθεί,
είστε κριμένοι, -ες
έχει κριθεί,
είναι κριμένος, -η, -ο
έχουν κριθεί,
είναι κριμένοι, -ες, -α
Plusperfect είχα κριθεί,
ήμουν κριμένος, -η
είχαμε κριθεί,
ήμαστε κριμένοι, -ες
είχες κριθεί,
ήσουν κριμένος, -η
είχατε κριθεί,
ήσαστε κριμένοι, -ες
είχε κριθεί,
ήταν κριμένος, -η, -ο
είχαν κριθεί,
ήταν κριμένοι, -ες, -α
Future (continuous) θα κρίνομαι θα κρίνόμαστε
θα κρίνεσαι θα κρίνεστε, θα ψηνόσαστε
θα κρίνεται θα κρίνονται
Future (simple)/td> θα κριθώ θα κριθούμε
θα κριθείς θα κριθείτε
θα κριθεί θα κριθούν(ε)
Future Pertfect θα έχω κριθεί,
θα είμαι κριμένος, -η
θα έχουμε κριθεί,
θα είμαστε κριμένοι,-ες
θα έχεις κριθεί,
θα είσαι κριμένος, -η
θα έχετε κριθεί,
θα είστε κριμένοι, -ες
θα έχει κριθεί,
θα είναι κριμένος, -η, -ο
θα έχουν κριθεί,
θα είναι κριμένοι, -ες, -α
Subjunctive Mood
Present να κρίνομαι να κρίνόμαστε
να κρίνόμαστε να κρίνεστε, να ψηνόσαστε
να κρίνεται να κρίνονται
Aorist να κριθώ να κριθούμε
να κριθείς να κριθείτε
να κριθεί να κριθούν(ε)
Perfect να έχω κριθεί,
να είμαι κριμένος, -η
να έχουμε κριθεί,
να είμαστε κριμένοι,-ες
να έχεις κριθεί,
να είσαι κριμένος, -η
να έχετε κριθεί,
να είστε κριμένοι, -η
να έχει κριθεί,
να είναι κριμένος, -η, -ο
να έχουν κριθεί,
να είναι κριμένοι, -ες, -α
Imperative Mood
Present -- κρίνεστε
Aorist κρίνου κριθείτε
Participle
Present --
Perfect κριμένος, -η, -ο κριμένοι, -ες, -α
Infinitive
Aorist κριθεί
Examples with «κρίνομαι»
ελληνικά αγγλικά
Kρίθηκε ανίκανος για στρατιωτική υπηρεσία. They disqualified him for the military service.
Όσες περιοχές κρίνονται κατάλληλες για να χτίσουν. These territories had been found suitable for building on.
Χθες το έργο του κρίθηκε εκ νέου. Yesterday his work was judged
Κρίθηκαν το θεατρικό έργο μετά το τέλειωσε. They judged the theatre play after it had been ended.
H μοίρα του είχε κριθεί. His destiny had been decided
Verbs with the same conjugation as «κρίνομαι»:
- ανταποκρίνομαι * to correspond, reciprocate
- γδύνομαι to undress
- δένομαι to be bound
- διακρίνομαι ** to distinguish oneself
- επιδένομαι to bandage
- επικρίνομαι ** to be criticized
- κατακρίνομαι ** to be deprecated
- καταπίνομαι to be swallowed
- κλίνομαι ** to inflect
- κρέμομαιº to hang
- λύνομαι to break loose
- ντύνομαι to be dressed
- ξεντύνομαι to be undressed
- ξεροψπήνομαι to roast crusty
- ξύνομαι **** to scratch, itch
- ξεχύνομαι * to sluice out
- περιχύνομαι to be poured
- πίνομαι *** to drink
- προσδένομαι to be hitched
- στήνομαι to establish, set up, found
- συγκρίνομαι ** to compare
- συστήνομαι to introduce yourself
- τέμνομαι to dissect
- υποκλίνομαι * to bow, curtsey
- υποκρίνομαι * to profess, dissemble, dissimulate
- χάνομαι to perish, disappear, lose out
- χύνομαι to pour, spill
- ψήνομαι to roast

With * marked passive verbs don't have active forms

The active form of with ** marked passive verbs are not conjugated the same as «ψήνω», but such as «τείνω», «καταπίνω» and «παρατείνω»

*** The active form of «πίνομαι» has a irregular active form, see «πίνω»

**** «ξύνομαι» is conjugated as «ψήνομαι».The participles of these forms are «ξυσμένος» in singular and «ξυσμένοι» in plural (instead of «ξυμένος» and «ξυμένοι» as with «ψήνομαι»). Apart from that «ξύνομαι» has a second conjugation of the aorist, the perfect tenses, the simple future tense, the aorist of the subjunctive mood, where the letter «θ» may be changed in «στ» such as with the verb «πιάνομαι».

º«κρέμομαι» also means: to hang yourself